Η ιστορία πάνω στην οποία βασίστηκε το σενάριο του κόμικ “Ζωές Κομμένες στα Δύο” αποτελεί μια συμπύκνωση αφηγήσεων ανθρώπων που έζησαν την Μικρασιατική Καταστροφή από τον Ιστορικό Βλάσση Αγτζίδη.
Δεκαετία του 1930 σε ένα προσφυγικό χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης, γιος της Ειρήνης, μαθητής στις πρώτες τάξεις του
Γυμνασίου, έχει μάθει στο μάθημα της ιστορίας αρκετά για την Ιωνία και έχει ακούσει τη γιαγιά Μαρία να αφηγείται ιστορίες από την άφιξη της οικογένειάς της στον Πειραιά μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες, από τη ζωή τους στην πατρίδα που άφησαν πίσω τους ή για τους ανθρώπους που χάθηκαν. Ο Γιάννης αρχίζει να τη ρωτά και αυτή του δίνει απαντήσεις περιγράφοντας τους πρώτους μήνες στην Ελλάδα αλλά και τη ζωή στο Γκιαούρκιοϊ.
Η αφήγηση της γιαγιάς του, δημιουργεί απορίες στον Γιάννη και έτσι αρχίζει να ρωτάει όλα τα μέλη της οικογένειας για να μάθει περισσότερα για το παρελθόν, για την καταγωγή τους, το πως έφθασαν στην Μακεδονία, για τον θείο Θόδωρο που χάθηκε, γιατί αναγκάστηκαν να φύγουν αφήνοντας το βιός τους πίσω, πώς τα κατάφεραν στο νέο τους χωριό, τι προβλήματα αντιμετώπισαν. Ο καθένας τους κάτι θα προσθέτει, και έτσι ο Γιάννης ανασυγκροτεί την ιστορία της οικογένειάς του.
Αύγουστος του 1922. Στο Γκιαούρκιοϊ, ένα ελληνοχώρι, στη Μαγνησία – 60 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης – χτισμένο στην όχθη του Έρμου ποταμού, που οι Τούρκοι αποκαλούν Gediz – κατοικεί ο Γιαννακός και η Μαρία μαζί με τα 3 παιδιά τους.
Ο Γιαννακός, ένας από τους εύπορους του χωριού που ασχολείται με την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή σταφίδας, η οποία εξάγεται στην Ευρώπη, ετοιμάζεται, με τα έσοδα από τη νέα πλούσια σοδειά, να χτίσει το νέο του σπίτι στο νεοκλασικό στυλ που ήταν πολύ της μόδας σε όλη τη Μικρά Ασία.
Είναι τέλη Αυγούστου, ήδη η σταφίδα έχει στεγνώσει και είναι έτοιμη να μπει σε τσουβάλια και να πουληθεί.
Η κόρη τους, η Μαργαρώ, είναι παντρεμένη με τον Θόδωρο και μένει μαζί του σε ένα γειτονικό σπίτι.
Η δευτερότοκη, η Ειρήνη, είναι αρραβωνιασμένη με τον Μιχάλη, έναν καλό τεχνίτη του χωριού που εξειδικεύεται σε νέες κατασκευές που βοηθούν τους αγρότες στην παραγωγή σταφίδας.
Η οικογένεια του Γιαννακού συνδέεται φιλικά με την οικογένεια του Λάζαρου, ο οποίος ζει με τη μητέρα του Aφροδίτη και τις δύο αδελφές του. Ο αδελφός του Λάζαρου, Βασίλης, έφυγε και εντάχθηκε στον αγγλικό στρατό σε όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στην πατρίδα του και με την έναρξη της Μικρασιατικής Καταστροφής εντάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό.
30.000 Μικρασιάτες θα ακολουθήσουν την ίδια πορεία, με το όνειρο μιας ελεύθερης από τους Οθωμανούς Ιωνίας.
Σεπτέμβρης του 1922. Ένα κατάφορτο από πρόσφυγες καράβι, φτάνει στον Πειραιά, όπου κυριολεκτικά ξεφορτώνεται το ανθρώπινο φορτίο, υπό τα όμματα βλοσυρών και αγροίκων αστυνομικών.
Μια από τις χιλιάδες οικογένειες είναι και αυτή του Γιαννακού – δεν τα έχουν καταφέρει όμως όλοι.
Ο Θόδωρος, ο σύζυγος της Μαργαρώς, είχε συλληφθεί από τους Τούρκους. Τα ίχνη του θα χαθούν, όπως και αυτά του Λάζαρου και των δύο αδελφών του. Χιλιάδες πρόσφυγες καταφθάνουν καθημερινά με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Απελπισμένοι άνθρωποι πεταμένοι σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε πολιτική κρίση με την κυβέρνηση να έχει καταρρεύσει, ενώ μέσα από το στρατό που οδηγήθηκε ύστερα από τόσες θυσίες στην ήττα, μια Επαναστατική Επιτροπή θα αναλάβει τις τύχες της χώρας.
Ολόγυρα από τους πρόσφυγες τριγυρνούν διάφορες περίεργες φιγούρες: ντόπιες κυράτσες που προσπαθούν να βρουν κοψοχρονιά κάποια γυναίκα για παραδουλεύτρα ή «αγαπητικοί» για να πουλήσουν προστασία σε μοναχικές κοπέλες.
Όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά έχουν «καταληφθεί» από πρόσφυγες. Κεντρικές πλατείες και δρόμοι, δημόσιες υπηρεσίες, θέατρα, ξενοδοχεία με πρόσθετα κρεβάτια ακόμη και στους διαδρόμους, δημόσια λουτρά, αποθήκες και υπόστεγα «στέγαζαν» χιλιάδες ανθρώπους. Παράλληλα δημιουργήθηκαν γραφεία εύρεσης εργασίας σε Αθήνα και Πειραιά.
Η οικογένεια του Γιαννακού, μαζί με πολλές άλλες οικογένειες, καταφεύγει σε μια καπναποθήκη που οι χώροι της διαχωρίζονται από κρεμασμένες κουρτίνες. Με τα χρήματα που έφεραν μαζί τους, κρυμμένα στα στριφώματα των ρούχων τους, προσπαθούν να καλύψουν τις πρώτες ανάγκες, αναζητώντας παράλληλα μια λύση στην προσωρινή διαμονή.
Ο Γιαννακός προσπαθεί να εξασφαλίσει μια στοιχειώδη εργασία ώστε να μπορεί να θρέψει την οικογένειά τους περιμένοντας μια οριστική λύση.
Έτσι έζησαν για τρεις μήνες. Παράλληλα διάβαζε τις ντόπιες εφημερίδες για να ενημερώνεται – ήταν ώρες που η αγωνία για το μέλλον ήταν χειρότερη από τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν.
Το κλίμα ήταν πολύ βαρύ για τους πρόσφυγες. Ο αρχικός εκνευρισμός που ένιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα γράψει: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί, δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια». Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.
Ο Γιαννακός θα γνωρίσει έναν ντόπιο δημοσιογράφο, τον Κωνσταντίνο Φ., ο οποίος είχε πλησιάσει τους πρόσφυγες και προσπαθούσε να τους βοηθήσει στις σχέσεις τους με τις αρχές.
Ανάμεσά τους δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης, ο Κωνσταντίνος Φ. θα του εξομολογηθεί ότι την Άνοιξη του 1921 είχε σταλεί ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός» στην περιοχή της Βιθυνίας για να καλύψει τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού κατά των άτακτων κεμαλικών συμμοριών που πραγματοποιούσαν επιθέσεις στα ελληνικά χωριά δυτικά του Σαγγάριου ποταμού. Από αυτόν, ο Γιαννακός θα μάθει πολλά για τα αίτια που οδήγησαν στην κατάρρευση του μετώπου, αλλά και για τις προσπάθειες κυβερνητικών στελεχών να αποτρέψουν με κάθε τρόπο την είσοδο των προσφύγων από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα.
Μια ατέρμονη βασανιστική διαδικασία θα αρχίσει και θα τους συνοδεύει σε όλη τους την ζωή ο αναστοχασμός και η αφήγηση, γι’ αυτά που άφησαν πίσω, για τους ανθρώπους που χάθηκαν για πάντα, αλλά και γι’ αυτούς που η ελπίδα δεν έσβησε, για τους αίτια που έκοψαν την ζωή τους στα δύο.
Αργότερα μαθαίνουν από τον ίδιο δημοσιογράφο ότι τον Ιανουάριο του 1923 υπογράφτηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το Πρωτόκολλο για υποχρεωτική
ανταλλαγή προσώπων και περιουσιών. Και ότι η αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα θα απελευθέρωνε γη και οικήματα για τους πρόσφυγες.
Ήδη είχαν μάθει, ότι αρκετοί πρόσφυγες, συγχωριανοί τους, είχαν εγκατασταθεί σε ένα τουρκοχώρι στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στον Γαλλικό ποταμό, σε μια περιοχή που κάπως έμοιαζε με τη χαμένη πατρίδα.
Έτσι πήραν κι αυτοί την απόφαση να φύγουν για τη Θεσσαλονίκη.
Ο Κωνσταντίνος Φ. του έδωσε τις σχετικές συστάσεις για τη Θεσσαλονίκη και έτσι αναχώρησαν για τη μόνιμη εγκατάσταση σε έναν, εξίσου, δύσκολο χώρο, όπου οι ντόπιοι Θεσσαλονικείς διατηρούσαν την ίδια απέχθεια για τους πρόσφυγες.
Όμως στους τόπους εγκατάστασής οι αγροτικές κοινότητες προσφύγων που θα δημιουργηθούν, θα δώσουν μια ασφάλεια στους κατατρεγμένους πληθυσμούς. Με την βοήθεια που θα προφέρει το κράτος, με μια σειρά νομοθετήματα που θα δώσουν γη και κάποιον στοιχειώδη εφοδιασμό σε εργαλεία, αλλά περισσότερο με την εργασία και την αλληλεγγύη μεταξύ των προσφύγων, οι ξεριζωμένες οικογένειες σύντομα όχι μόνον θα προκόψουν αλλά και θα μεταδώσουν την τεχνική τους εμπειρία στην καλλιέργεια της γης, αλλά και στην οργάνωση και την εμπορία της αγροτικής παραγωγής.
Όμως μια νέα καταστροφή σε λιγότερο από 20 χρόνια θα τους περιμένει στο γύρισμα της δεκαετίας του 1930 ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και μετά η κατοχή ………….